Σελίδα αντιπληροφόρησης της Αυτόνομης Μαχόμενης Ομάδας (για την υγεία) * Για ένα αυτόνομο - μαχητικό -ανεξάρτητο κίνημα ληπτών των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και νοσηλευτικού προσωπικού * Για Επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com *

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Ανν Σέξτον "Ρούχα"

 Ανν Σέξτον
Ανν Σέξτον * "Ρούχα"

Φόρα ένα καθαρό πουκάμισο
πριν πεθάνεις, είπε κάποιος Ρώσος.
Κάτι που δε θα έχει σάλια, παρακαλώ,
ούτε λεκέδες από αυγό, ούτε αίμα,
ούτε ιδρώτα ή σπέρμα.
Με θέλεις καθαρή, Θεέ μου,
έτσι κι εγώ θα προσπαθήσω να υπακούσω.

Κάνει το καπέλο που φορούσα
όταν παντρεύτηκα;
Λευκό, πλατύ, με ψεύτικα λουλούδια σε μια μικρή σειρά.
Είναι παλιομοδίτικο κι έχει τόσο στιλ όσο ένα σκαθάρι,
όμως ταιριάζει να πεθάνεις φορώντας κάτι νοσταλγικό.

Θα πάρω και το πουκάμισο που φορούσα στα βαψίματα,
που έχει πλυθεί τόσες φορές και έχει φυσικά
λεκέδες από κάθε κίτρινη κουζίνα που έχω βάψει.
Θεέ μου, δε σε πειράζει να φέρω όλες τις κουζίνες μου;
Βαστούν τα γέλια της οικογένειας και τη σούπα.


Για στηθόδεσμο
(χρειάζεται να το αναφέρω;)
εκείνο το ενισχυμένο μαύρο που μόλις το 'βγαλα
με χλεύασε ο εραστής μου.
«Πού πήγε το υπόλοιπο;» μου είπε. 

Θα πάρω και 
τη φούστα της εγκυμοσύνης μου του ενάτου μήνα,
παράθυρο για της αγάπης την κοιλιά
απ' όπου ξεπετάχτηκαν ένα ένα τα μωρά σαν μήλα, 
στο εστιατόριο σπάσανε τα νερά,
φτιάχνοντας ένα σπίτι θορυβώδες όπου θα 'θελα να πεθάνω.

Για εσώρουχα θα πάρω άσπρα βαμβακερά,
αυτά της παιδικής μου ηλικίας,
γιατί ήτανε της μάνας μου η γνώμη
πως τα καλά κορίτσια φοράνε μόνο άσπρο βαμβάκι.
Κι αν είχε ζήσει να το δει
θα μ' είχε επικηρύξει 
για τα κόκκινα, τα μαύρα, τα μπλε που έχω φορέσει. 
Όμως εγώ θα συμφωνούσα απολύτως
να πεθάνω σαν καλό κορίτσι
και να μυρίζω χλωρίνη και αποσμητικό.
Ως δεκαεξάρα
θα πέθαινα γεμάτη απορίες.


Ann Sexton
Η εθισμένη
Του Γιάννη Αντιόχου

Γεννημένη στις 9 Νοεμβρίου του 1928 στο Ουέστον της Μασαχουσέτης, από την Μαίρη Γκρέις Χάρβεϊ και τον Ράλφ Τσόρτσιλ Χάρβεϊ, η Ανν Γκρέι Χάρβεϊ είναι η μικρότερη από τρεις αδελφές. Η εκπαίδευση που λαμβάνει παρέχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε δημόσια σχολεία, ενώ στην ηλικία των δεκαεπτά ετών οι γονείς της τη στέλνουν στο Rogers Hall, το οποίο ήταν προπαρασκευαστικό σχολείο θηλέων, στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, με την ελπίδα να μπορέσουν να γαληνέψουν την ανήσυχη φύση της και να την κοινωνικοποιήσουν μέσα στα αποδεκτά πρότυπα της εποχής. Εκεί η Ανν αρχίζει να γράφει ποίηση, την οποία και δημοσιεύει στο ετήσιο σχολικό λεύκωμα.

Το εγχείρημά της όμως δεν ενθουσιάζει τη μητέρα της, η οποία προερχόμενη από οικογένεια συγγραφέων, κατηγορεί την κόρη της για λογοκλοπή αφού της είναι αδύνατο να πιστέψει πως η Ανν έχει πραγματικά ταλέντο. Κατόπιν η Ανν συνεχίζει τις σπουδές της στο Garland School της Βοστώνης και εκεί γνωρίζεται με τον Αλφρεντ Μίλλερ Σέξτον τον Δεύτερο, τον οποίο όλοι αποκαλούν με το χαϊδευτικό όνομα Κάγιο. Ο Κάγιο και η Ανν μετακομίζουν στο Χάμιλτον της Νέας Υόρκης, όπου εκείνος παρακολουθεί μαθήματα στο πανεπιστήμιο Colgate, όμως η οικονομική δυσκολία και η ανάγκη να ζήσει με αξιοπρέπεια τη γυναίκα του Ανν τον αναγκάζει να πάρει την απόφαση να επιστρέψουν στη Μασαχουσέτη. Ταυτόχρονα, η Ανν παρακολουθεί μαθήματα για μοντέλα στο Hart Agency και εργάζεται ως μοντέλο για κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Κάγιο κατατάσσεται στο Ναυτικό και οδηγείται στην Κορέα. Το 1952 επιστρέφει στις ΗΠΑ για έναν χρόνο καθώς το πλοίο υπέστη σοβαρή βλάβη, όπου και η Ανν μένει έγκυος στο πρώτο τους παιδί, τη Λίντα Γκρέι Σέξτον. Τον ίδιο χρόνο, αργότερα, ο Κάγιο αποστρατεύεται και αποφασίζουν να αγοράσουν ένα σπίτι κοντά στο πατρικό των γονιών της ποιήτριας.

Το 1954 η Ανν Σέξτον αρχίζει να αισθάνεται έντονα συμπτώματα κατάθλιψης και αναζητεί βοήθεια. Ταυτόχρονα είναι ετοιμόγεννη στη δεύτερη κόρη της, την Τζόις Λαντ Σέξτον. Στις αρχές του 1956 η ψυχική και πνευματική κατάσταση της Σέξτον χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης και έτσι αποφασίζεται ο εγκλεισμός της. Τότε ακριβώς κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, με την καθοδήγηση του ψυχιάτρου της δρ Μάρτιν, η Σέξτον αρχίζει να γράφει ποιήματα με σκοπό να βρει κάτι δημιουργικό και ταυτόχρονα θεραπευτικό για την υγεία της.

Εγγράφεται σε ένα σεμινάριο το οποίο διοργανώνει ο Τζον Χολμς, όπου γνωρίζεται με την ποιήτρια Μαξίν Κούνιν. Μαζί της ξεκινάει μια φιλία, η οποία θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Το επόμενο έτος, το 1957, τα συναισθήματα κατάθλιψης γίνονται ολοένα και πιο έντονα με αποτέλεσμα να αποπεραθεί ν' αυτοκτονήσει για μία ακόμη φορά. Νοσηλεύεται και πάλι, όμως συνεχίζει να γράφει ποίηση. Τον Αύγουστο λαμβάνει μια υποτροφία για το Συνέδριο των Συγγραφέων στο κολλέγιο Antioch, στο οποίο γνωρίζεται από κοντά με τον W.D. Snodgrass.

Τον επόμενο χρόνο αφοσιώνεται σ' ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής το οποίο διοργανώνει ο Ρόμπερτ Λόουελ στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Με αυτή την αφορμή γνωρίζεται με τη Σύλβια Πλαθ και τον Τζορτζ Στάρμπακ. Το 1959 εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή, η οποία τυγχάνει θερμής υποδοχής και ακολουθεί η δεύτερη συλλογή της το 1962, η οποία γίνεται δεκτή και πάλι θερμά τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική.

Από τις 22 Αυγούστου έως τις 27 Οκτωβρίου του 1963 ταξιδεύει στην Ευρώπη, αλλά παρ' όλο που απολαμβάνει το ταξίδι επιστρέφει έναν μήνα νωρίτερα απ' ό,τι είχε προγραμματίσει εξαιτίας σοβαρών ψυχολογικών διαταραχών. Το 1964 αποδεικνύεται μια ενδιαφέρουσα χρονιά για την κλινική κατάστασή της καθώς ο ψυχίατρός της μετακομίζει στη Φιλαδέλφεια ούτως ώστε ν' αναγκαστεί να αφεθεί σε παρακολούθηση από έναν νέο ψυχίατρο, ο οποίος και της χορηγεί θοραζίνη ώστε να ελέγχει καλύτερα τη συνεχιζόμενη κατάθλιψη της και τους απανωτούς εγκλεισμούς της στην ψυχιατρική κλινική. Γράφει ταυτόχρονα το βιβλίο της «Live or Die» (Ζήσε ή Πέθανε), το οποίο και τιμάται με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ συνεχίζει να γράφει και να διδάσκει Αγγλική Λογοτεχνία στο Γυμνάσιο Γουέιλαντ της Μασαχουσέτης.

Ακολουθεί ένα διάστημα εκτίμησης κι αναγνώρισης για το ποιητικό έργο της με διδακτορικούς τίτλους και υποτροφίες, ενώ αρχίζει να δουλεύει πάνω στο θεατρικό έργο «Mercy Street». Μέχρι το 1972 η ακαδημαϊκή της καριέρα την οδηγεί έως την καθηγητική βαθμίδα. Ομως, παρ' όλη τη δόξα που απολαμβάνει, η ψυχική της νόσος φαίνεται πως ολοένα και επιδεινώνεται. Το 1973 νοσηλεύεται τρεις φορές και ταυτόχρονα ζητεί διαζύγιο από τον σύζυγό της. Η κατάθλιψη την κάνει ολοένα και πιο χειριστική με αποτέλεσμα ακόμα και επιστήθιοι φίλοι, οι οποίοι της παραστέκονταν μέχρι τότε να αρχίζουν να απομακρύνονται. Εκδίδει τη συλλογή «The Death Notebooks», ολοκληρώνει τη συλλογή «Τhe Awful Rowing Toward God» ενώ στις 3 Οκτωβρίου δίνει την τελευταία δημόσια ανάγνωση των ποιημάτων της στο κολλέγιο Goucher του Μέριλαντ.

Στις 4 Οκτωβρίου επιστρέφοντας στο σπίτι αυτοκτονεί μέσα στο γκαράζ με μονοξείδιο του άνθρακα. Ο τραγικός αυτός επίλογος θεωρήθηκε φυσικός, και μάλιστα αναμενόμενος για μια ποιήτρια που είχε εμμονή με τον θάνατο, που φλέρταρε με τον θάνατο και που βεβαίως έπασχε από σοβαρή κατάθλιψη.

Η Σέξτον επαναλαμβάνει αρκετά συχνά το μοτίβο της αυτοκτονίας, όχι επειδή ξέρει πολύ καλά τη φόρμα για να παράγει ποιήματα τέτοιας θεματολογίας αλλ' επειδή ένα τέτοιο ποίημα λειτουργεί ως παυσίπονο για τον ποιητή. Ασφαλώς, καθώς το δημιουργημένο παυσίπονο-ποίημα έχει μια κάποια διάρκεια δράσης, θα χρειαστεί ν' ακολουθήσει η κατασκευή κι άλλου ποιήματος, και ούτω καθεξής.

Ταυτόχρονα εμφανίζεται ρεαλίστρια στο τι μπορεί και στο τι δεν μπορεί να κάνει η ποίηση. Γνώριζε ότι υπάρχει μεγάλη ευκολία στο γραπτό να συγχωρέσεις έναν άνθρωπο ή να λύσεις ένα πρόβλημα, αυτό όμως για τη Σέξτον ήταν απολύτως ξεκαθαρισμένο. Ακόμη κι αν συγχωρούσε τον πατέρα της, τη μητέρα της, ή έλυνε κάποιο βασικό πρόβλημα, δεν σήμαινε ότι τούτο συνέβαινε στην πραγματική ζωή. Ομως το γράψιμο και η λογοτεχνία γενικότερα είναι για εκείνην το καφκικό τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός του ανθρώπου. Αυτό άλλωστε το απόσπασμα από την επιστολή του Κάφκα στον Οσκαρ Πόλακ (1904) χρησιμοποίησε και ως προμετωπίδα στο βιβλίο της «All my pretty ones». Συγκεκριμένα, σημειώνει ο Κάφκα: «Τα βιβλία που χρειαζόμαστε είναι αυτά που επιδρούν πάνω μας σαν κακοτυχία, αυτά που μας κάνουν να υποφέρουμε όπως υποφέρουμε για τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο από τους εαυτούς μας, αυτά που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στα όρια της αυτοκτονίας ή χαμένοι σ' ένα απόμερο δάσος για όλη την ανθρώπινη ενδιαίτηση- ένα βιβλίο πρέπει να χρησιμεύει ως τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας».

Η Σέξτον προσπάθησε να οπλίσει κάθε ποιητική συλλογή της με αιχμηρά ποιήματα τα οποία θα χρησίμευαν σαν λεπίδες του τσεκουριού για την «παγωμένη θάλασσα εντός μας». Η ποίησή της λειτούργησε πολλές φορές σαν ηλεκτροσόκ, χαρίζοντάς της περισσότερα χρόνια δημιουργικής πορείας. Η φίλη της και ποιήτρια Μαξίν Κουμίν λέει στον πρόλογο των ποιημάτων της Σέξτον: «Εχω πια πεισθεί πως η ποίηση κράτησε την Ανν ζωντανή δεκαοκτώ χρόνια για τις δημιουργικές της προσπάθειες». Εδώ όμως θα πρέπει να διατυπώσω τη διαφωνία μου, διασαφηνίζοντας πως δεν ήταν μόνο η ποίηση αλλά ήταν «και η ποίηση». Η Σέξτον, όπως προανέφερα, ήταν γεννημένη ποιήτρια και δεν έγινε ποιήτρια χρησιμοποιώντας την ποίηση ψυχοθεραπευτικά. Ας μην ξεχνάμε πως γράφει ποίηση για πρώτη φορά στη διάρκεια των γυμνασιακών της χρόνων. Η δεκαετής σιωπή της και ο συγχρονισμός ώς την επανέναρξη της ποιητικής γραφής, αυτό που στους άλλους φαντάζει ως αίτιο, για μένα είναι απλά μια αφορμή έτσι ώστε να μπορέσει να ξεδιπλωθεί το πηγαίο ταλέντο της και πάλι. Βεβαίως, αναφέρομαι στην πρώτη της ψυχοθεραπεία και στην ενίσχυση της από τον δρ Μάρτιν για να γράψει ποίηση.

Διαβάζοντας κανείς τα υπόλοιπα ποιήματα που αναφέρονται στην αυτοκτονία, όπως τα «Σημείωμα Αυτοκτονίας», «Θέλοντας να πεθάνω», «Η Εθισμένη», «Ο Θάνατος της Σύλβια», ίσως και να θεωρήσει αναπόφευκτη την αυτοκτονία της Σέξτον. Στη βιογραφία της Μίντελμπρουκ, η οποία εμβαθύνει την κατανόησή μας σε σχέση με τη ζωή, την τέχνη και τον θάνατο της Σέξτον, έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης οι απομαγνητοφωνήσεις των κασετών από τις ψυχοθεραπευτικές συναντήσεις με τον τελευταίο ψυχίατρο που την είχε αναλάβει μετά τον δρ Μάρτιν. Μέσα από αυτές τις κασέτες φωτίζονται όλες οι σκοτεινές πλευρές και τα θέματα που απασχολούσαν την ποιήτρια, δίχως να μεταστρέφουν τη βιογραφία σε παθολογογραφία ή να μετατρέπουν σε ρομαντικό θέμα την αυτοκτονία της. 


Επιμέλεια : Μπάμπης Μπ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου