Σελίδα αντιπληροφόρησης της Αυτόνομης Μαχόμενης Ομάδας (για την υγεία) * Για ένα αυτόνομο - μαχητικό -ανεξάρτητο κίνημα ληπτών των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και νοσηλευτικού προσωπικού * Για Επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com *

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

David Cooper: Βία και Ψυχιατρική

Κείμενο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Ψυχιατρική και Αντιψυχιατρική (Εκδ. Ράππα, 1974). Ο David Cooper (1931-1986) ήταν ψυχίατρος και μια από τις σημαντικές μορφές της αντιψυχιατρικής. Μετάφραση Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέτα Ράλλη

Βασικό πρόβλημα για το θέμα μας είναι η βία. ‘Ωστόσο, το είδος της βίας που θα εξετάσω εδώ δεν έχει καμία σχέση με τη βία που σπρώχνει τους ανθρώπους να χτυπούν κατακέφαλα ο ένας τον άλλον με σφυριά, ούτε και μ’ εκείνη που χρησιμοποιούν τάχα οι παράφρονες ψυχικά άρρωστοι. ‘Όταν μιλάμε για βία στην ψυχιατρική, πρόκειται για τη βία εκείνη που εκδηλώνεται εκτυφλωτικά, που διαλαλεί το όνομα της με τόση δύναμη ώστε σπάνια ακούγεται, για την ύπουλη, τη διεστραμμένη βία που άλλοι άνθρωποι, οι «υγιείς τω πνεύματι», ασκούνε πάνω σ’ αυτούς που τους έχει δοθεί η ετικέτα τού «τρελού». Στο βαθμό όπου η ψυχιατρική αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα η τα δήθεν συμφέροντα των υγιών, διαπιστώνουμε ότι, στην πραγματικότητα, η βία στην ψυχιατρική είναι πάνω απ’ όλα η βία της ίδιας της ψυχιατρικής.

Ποιοι, όμως, είναι οι υγιείς άνθρωποι; Πως καθορίζουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους; Ο καθορισμός της ψυχικής υγείας που προβάλλεται από τους «ειδήμονες», ανάγεται συνήθως στη συμμόρφωση τού ατόμου σ’ ένα λίγο-πολύ αυθαίρετα καθιερωμένο σύνολο από κοινωνικούς κανόνες, η ακόμα, παρουσιάζεται με τη βολική μορφή της γενίκευσης (λογουχάρη: «η ικανότητα να ανέχεται κανείς τη σύγκρουση και να αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτή), γι’ αυτό και στερείται από κάθε λειτουργική σημασία. Μένει κανείς πάντα με την πικρή εντύπωση ότι υγιείς είναι ίσως εκείνοι που δεν κατορθώνουν να εισαχθούν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο για παρατήρηση. Μ’ άλλα λόγια, οι ίδιοι οι υγιείς αυτοκαθορίζονται από κάποιαν απουσία εμπειρίας. Και όμως, οι Ναζίδες σκότωσαν σε θαλάμους αερίων δεκάδες χιλιάδες ψυχοπαθείς, και, στη χώρα μας, η ιδρυματική ψυχιατρική, όχι μονάχα ακρωτηρίασε με χειρουργικές επεμβάσεις, η κατάστρεψε με αλλεπάλληλα ηλεκτροσόκ, τον εγκέφαλο άλλων δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, αλλά και παραμόρφωσε συστηματικά την προσωπικότητα τους. Πως είναι δυνατό οι συγκεκριμένες αυτές πράξεις να βασίζονται σε μια απουσία, σε μια αρνητική έννοια – στην ψυχαναγκαστική μη-παραφροσύνη των υγιών;

Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το πεδίο όπου καθορίζονται υγεία και παραφροσύνη είναι τόσο συγκεχυμένο, κι εκείνοι που αποτολμούνε να εισχωρήσουν σ’ αυτό (είτε διαθέτουν τα «επαγγελματικά προσόντα» είτε όχι) είναι τόσο τρομοκρατημένοι από κάτι, που θα μπορούσαν ν’ αντικρύσουν όχι μονάχα στους «άλλους», αλλά και στον εαυτό τους ακόμα, ώστε θαταν ίσως καλύτερο να παραιτηθεί κανείς από την έρευνα τούτη. Δεν είναι, νομίζω, δυνατό να προχωρήσουμε χωρίς να αμφισβητήσουμε τη βασική ταξινόμηση της κλινικής ψυχιατρικής, που διαιρεί τους ανθρώπους σε «ψυχωτικούς», «νευρωτικούς» και «φυσιολογικούς». Αλλά, μ’ όλο που, στην ιστορία της ψυχιατρικής, δεν συναντούμε σχεδόν τίποτα’ άλλο από την εγκαθίδρυση μιας τεράστιας δημόσιας υπηρεσίας που εκφράζεται με μεγάλα ψυχιατρεία, εξωτερικά ιατρεία, ψυχιατρικά τμήματα σε γενικά νοσοκομεία, και καμία φορά – αλίμονο! – με το ψυχαναλυτικό ντιβάνι, δεν πρέπει γι’ αυτό και να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια μιας ριζικής – ίσως κι επικίνδυνης – επανεκτίμησης τού προβλήματος της παραφροσύνης.

Η αναγκαία αύτη επανεκτίμηση της παραφροσύνης, όπως τη βλέπω, είναι ίσως στην ουσία εκείνη που εκφράζεται ικανοποιητικά και οικονομικά στο διάγραμμά μας άριθ. 1. Στη σχηματική αύτη αναπαράσταση – που για τη μελέτη μας περιορίζεται σε μια συμβατική ορολογία – ανακαλύπτουμε πρώτ’ άπ’ όλα το σημείο παρεμβολής τού ατόμου στο σημείο α. Από το σημείο αυτό και πέρα, το πρόσωπο εξελίσσεται, με την έννοια ότι προοδευτικά δέχεται, καταγράφει, κ’ υστέρα ενεργεί σύμφωνα με όλα όσα διδάχτηκαν κι ένιωσαν οι γονείς του, με όλα όσα αργότερα του δίδαξαν ότι είναι τα «σωστά». Και παράλληλα μ’ αυτά, το αγόρι μαθαίνει τον αρσενικό-λειτουργικό» του κοινωνικό ρόλο, και το κορίτσι τον « θηλυκό-εκφραστικό » του κοινωνικό ρόλο. Αν όλα εξελιχτούν « καλά » στην οικογένεια και στο σχολείο, το πρόσωπο φτάνει στην « κρίση ταυτότητας » της εφηβείας, όπου πραγματικά συνοψίζει όσα το έχουν επηρεάσει ως τώρα, όλες τις προηγούμενες ταυτίσεις που έχει πετύχει, όλα εκείνα που τον «έκαναν» να είναι αυτό που είναι, όλα με όσα τον έχουν «παραγεμίσει». (Αυτό αποτελεί το «φυσιολογικό» – στατιστική αντίληψη που ακολουθούν στη ζωή τους οι περισσότεροι από μας, σα ναταν ένας χρυσός κανόνας). Π ιό ύστερα, με περισσότερη η λιγότερη επιτυχία, το πρόσωπο προβάλλει τον εαυτό του σ’ ένα ανεξάρτητο αύριο, που όμως, αναγκαστικά (έκτος αν συμβεί κάποιο ευνοϊκό λάθος), θα τον καταντήσει κάτι το συμβατικά αποδεκτό. Από δω και πέρα, ζει σαράντα η πενήντα χρόνια στην ίδια πάνω-κάτω κατάσταση, μ’ όλο που αποκτά, με τη βοήθεια μιας εξωτερικής διαδικασίας, περισσότερη «πείρα», περισσότερη «σοφία», αναπτύσσει μεγαλύτερη Ικανότητα προσαρμογής σε περιστάσεις που μεταλλάζουν, ξέρει πιά τί είναι το «καλύτερο» γι’ αυτόν και, πιθανότατα, και για τους άλλους. Έτσι ζει, κ’ ύστερα πεθαίνει. Τον γνωρίζουν, τον θυμούνται, κ’ ύστερα τον ξεχνούν. Οι τελευταίες αυτές περίοδοι ποικίλλουν χρονολογικά, αλλά στην κοσμική χρονική κλίμακα αυτό δεν έχει καμία σημασία. Και τούτη είναι, σίγουρα, η σταδιοδρομία και η μοίρα των περισσότερων από μας – ιδιαίτερα αν είμαστε «ψυχικά υγιείς».

Ίσως όμως όλα αυτά να μην είναι κι αναπόφευκτα. Ίσως να υπάρχει κάποιο μέσο να ξεφύγουμε άπ’ όλα αυτά, η να απελευθερωθούμε και να προχωρήσουμε σ’ ένα αύριο πιο πραγματικό, λιγότερο στερεότυπο. Όσο για μένα, πιστεύω πως το μέσο αυτό υπάρχει, αλλά αν το χρησιμοποιήσουμε, κινδυνεύουμε να μας πάρουν για τρελούς, και τότε απειλούμαστε με ψυχιατρική θεραπεία. Η ψυχιατρική θεραπεία έχει πολλές φορές γελοιοποιηθεί γιατί αποτυχαίνει: αυτό είναι, μεγάλη αδικία, γιατί αν θέλει κανείς να μιλήσει στ’ αλήθεια για αποτυχία της ψυχιατρικής θεραπείας, πρέπει να δεχτεί ότι η Αποτυχία της στέκει ακριβώς στην επιτυχία της. Η θεραπεία αύτη, είτε με την επίσημη μορφή της, είτε με την ανεπίσημη (θεραπευτική εξάρτηση μη-ιατρική), εξασφαλίζει συνήθως την απαιτούμενη προσαρμογή, τόσο στο επίπεδο του χρόνια καθυστερημένου, όσο και στο επίπεδο (το περισσότερο η λιγότερο υψηλό) τού πανίσχυρου επιχειρηματία. Υπάρχουν πολλά γένη και είδη από λαχανικά, μα όλα τους – σύμφωνα με τις Αρχές της ταξινόμησης – φυτρώνουν μέσα στη λάσπη. ’Εκεί φυτρώνουν κι εκεί τα μαζεύουμε. Πατάτες, ντομάτες, ραδίκια και ρεπάνια. Μη-Ανθρώπινα και ανθρώπινα. Ας πάρουμε και μια άλλη εικόνα : θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε πως ζούμε ζωές κλεισμένες σε κουτιά από τη γέννηση ως το θάνατο. Από τη μήτρα απ’ όπου γεννηθήκαμε, περνούμε στο κουτί της οικογένειας, κι από κει προχωρούμε στο κουτί τού σχολείου. Κι όταν φεύγουμε από το σχολείο, έχουμε πια τόσο καλά δημιουργήσει εξαρτήσεις για μια ζωή μέσα σε κουτιά, ώστε από κει κ’ ύστερα χτίζουμε μονάχοι μας το ίδιο μας το κουτί, τη φυλακή μας, τον σκουπιδοτενεκέ μας, ως τη στιγμή όπου, τελικά – υπέρτατη ανακούφιση – μας βάζουν στο φέρετρο η στο φούρνο. Στο βιβλίο μου τούτο, θα ασχοληθώ Αργότερα με την προοπτική της απελευθέρωσης, αλλά για την ώρα πρέπει να εξετάσουμε άλλα ζητήματα. Ας σημειώσουμε μονάχα εδώ το συσχετισμό ανάμεσα στην κοινωνικά θεσμοδοτημενη υγεία, την ψυχιατρική θεραπεία, και τα κουτιά.

Πρέπει να κοιτάξουμε τους Υγιείς κάπως πιο προσεκτικά. ’Αφού δεν υπάρχει ορισμένη εκδοχή, ας περιοριστούν στις ενδείξεις, που περιλαμβάνουν τις οικογένειες των αρρώστων, τους εργοδότες, τους γιατρούς, τους υπάλληλους των κέντρων ψυχικής υγείας, τους αστυνομικούς, τους δικαστές, τους κοινωνικούς λειτουργούς, τους ψυχιάτρους, τους νοσοκόμους που υπηρετούν σε ψυχιατρεία και πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι (που πολλοί τους είναι ίσως ειλικρινείς και αφοσιωμένοι στον άρρωστο) ασκούν λιγότερο η περισσότερο – αλλά αμείλιχτα – έστω και χωρίς να το θέλουν, μια ύπουλη βία πάνω σ’ εκείνους που περιβάλλουν με τις φροντίδες τους. Πρόθεση μου δεν είναι εδώ να δυσφημήσω ορισμένους ψυχιάτρους και άλλους εργαζόμενους για την ψυχική υγεία, που αγωνίζονται ειλικρινά – και πολλές φορές ενάντια σε τεράστια Ιδρυματικά εμπόδια – για να δώσουν πραγματική βοήθεια στους αρρώστους των. Πρέπει, όμως, ταυτόχρονα, ναχουμε κατά νου πως οι καλές προθέσεις και τα στολίδια της επαγγελματικής αξιοπρέπειας καλύπτουν πολύ συχνά μια αληθινά σκληρότατη ανθρώπινη πραγματικότητα. Δε λησμονούμε, λογουχάρη, ότι οι μέθοδοι τού Boger στο Άουσβιτς, που τις εφάρμοζε σε νεαρούς εγκληματίες, δε διέφεραν πολύ από τις θεωρίες που εκφράζονται από ορισμένα αξιοσέβαστα και αξιόλογα μέλη της δικής μας κοινωνίας, ούτε και πως ο Δρ. Capesius – από τον πόλεμο κ’ ύστερα – διακρίθηκε για τη λεπτότητα και την καλοσύνη του απέναντι στα ζώα και τα παιδιά.

Για να καταλάβει κανείς τι εννοώ με τον όρο «βία», πρέπει να τον αντιληφθεί σαν τη διαβρωτική ενέργεια της ελευθερίας ενός προσώπου πάνω στην ελευθερία ενός άλλου. Δεν πρόκειται για επιθετικότητα άμεση, σωματική – αν και τούτη μπορεί να προκύψει από την ενέργεια αύτη. Η ελεύθερη δράση (η πράξη) ενός υποκείμενου είναι δυνατό να καταστρέψει την ελευθερία ενός άλλου, η τουλάχιστο να την εξουδετερώσει με την παραπλάνηση. Οι ανθρώπινες ομάδες διαμορφώνονται σε συσχετισμό με κάποιαν απειλή, πραγματική η φανταστική, εξωτερική προς την ομάδα· αλλά όσο η εξωτερική αύτη απειλή απομακρύνεται, η ομάδα που βασίστηκε — είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά — πάνω σ’ έναν όρκο, αντιμετωπίζει την ανάγκη να δημιουργήσει ξανά το φόβο, για να εξασφαλίσει τη μονιμότητα της . Ο δευτερογενής αυτός φόβος, που Αποτελεί το ελεύθερο παράγωγο της ομάδας, της αποφασισμένης να προλάβει την εσωτερική της διάλυση, είναι η τρομοκρατία που προκαλείται από τη βία της κοινής σε όλους ελευθερίας. Με την έννοια αύτη, η βία, στο ψυχιατρικό πεδίο, Αρχίζει μέσα στην ίδια την οικογένεια τού δυνάμει ψυχικά αρρώστου. Αλλά δεν σταματά εδώ.

Στα ψυχιατρεία βρίσκονται άνθρωποι με πολύ διαφορετικά προβλήματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια συμπεριφορά που κοινωνικά θεωρείται διαταραγμένη, μπορεί να εξηγηθεί με βιολογικές διαδικασίες, όπως είναι οι παθήσεις τού εγκεφάλου, το παθολογικό γέρασμα τού εγκεφάλου, η επιληψία, κτλ. Σε άλλες περιπτώσεις — και μάλιστα στις περισσότερες — η ίδια η φύση της συμπεριφοράς είναι διαφορετική και δεν είναι δυνατό να εξηγηθεί με καμία από τις γνωστές βιολογικές διαδικασίες : μπορεί μονάχα να νοηθεί μ’ εκείνο που άλλα συγκεκριμένα πρόσωπά, που έρχονται σε άμεση σχέση με τον άρρωστο, τού κάνουν όταν αλληλενεργούν ο ένας πάνω στον άλλον. Για να αποφύγουμε μια μοιραία σύγχυση, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στις δυο μορφές που παρουσιάζει η συμπεριφορά: τη μια όπου η διαδικασία μπορεί να εξηγηθεί Ικανοποιητικά, και την άλλην, όπου η συμπεριφορά γίνεται κατανοητή με βάση εκείνο που πραγματικά οι άνθρωποι κάνουν ό ένας στον άλλον. Η διαφορετική αύτη παρουσίαση των προβλημάτων συνεπάγεται μια αντίστοιχη διαφορά στη μέθοδο προσέγγισης. Το ότι τα ολότελα διαφορετικά αυτά προβλήματα συνυπάρχουν σε ένα και το ίδιο ίδρυμα, είναι ένας από τους λόγους που επέτρεψαν στο μύθο της παθολογικής διαδικασίας – με όλη του την ενυπάρχουσα βία – να διαιωνιστεί στην περίπτωση της σχιζοφρένειας. «σχιζοφρενικοί», «νευρωτικοί», «ψυχοπαθείς», τοποθετούνται σε θαλάμους δίπλα σε ανθρώπους με πραγματικές παθήσεις τού εγκεφάλου. Τα περισσότερα κρεβάτια στα ψυχιατρικά νοσοκομεία προορίζονται για άτομα που πάσχουν από την αμφίβολη αυτή αρρώστια, την αποκαλούμενη «σχιζοφρένεια» και τα κρεβάτια αυτά είναι τα μισά άπ’ όσα υπάρχουν στα νοσοκομεία της χώρας μας.

Στη λαϊκή φαντασία, ο σχιζοφρενικός είναι το πρότυπο του τρελού, αυτού που κάνει πράξεις τρελές, πράξεις απόλυτα παράλογες, με μια απόχρωση βίας ενάντια στους άλλους. Ό σχιζοφρενικός είναι εκείνος που κοροϊδεύει τους υγιείς (η «προσποίηση» του, οι «μορφασμοί» του, τα «γελοία του καμώματα», είναι συγκαλυμμένα μέσα που χρησιμοποιεί για την απόσυρση του), αλλά ταυτόχρονα τους προσφέρει και αιτίες για την ίδια του την απαξίωση. Είναι ό μη-έλλογος άνθρωπος, o άνθρωπος με την «αρρωστημένη» λογική. Η τουλάχιστον έτσι λένε. Ίσως όμως θα μπορούσαμε να ανακαλύψουνε κάποιον πυρήνα έννοιας στο βάθος τού φαινομενικού αυτού παραλογισμού. Από που έρχεται δ τρελός αυτός ; Από που έρχεται, και πως βρέθηκε εδώ, αναμεσά μας; Είναι άραγε δυνατό η παραφροσύνη του να κρύβει κάποια συγκαλυμμένη υγεία;

Πρώτα-πρώτα, γεννήθηκε σε μια οικογένεια, και θάλεγε κανείς πως αυτό είναι το πιο κοινό στοιχείο που έχει μαζί μας. Ας εξετάσουμε όμως την οικογένειά του, παίρνοντας για την ώρα σα δεδομένο ότι η οικογένειά αύτη είναι ολότελα διαφορετική από τις άλλες.

Στην οικογένεια εκείνου που προορίζεται να χαρακτηριστεί σχιζοφρενικός, παρατηρούμε μια ιδιαίτερη τάση για ακρότητες. Ακόμα και τα ζητήματα που φαίνονται τα πιο ασήμαντα, διαρθρώνονται γύρω από την πόλωση υγεία/παραφροσύνη, ζωή/θάνατος. Οι νόμοι της οικογενειακής ομάδας που διέπουν όχι μονάχα τη συμπεριφορά, αλλά κι ένα θεμιτό βίωμα, είναι και συγκεχυμένοι και αδυσώπητοι. Σε μια τέτοια οικογένεια, το παιδί διδάσκεται έναν ορισμένο τρόπο σχέσης, με τη μητέρα του, ας πούμε, από τον όποιο εξαρτάται, όπως του διδάσκουν, η ψυχική και σωματική της ακεραιότητα. Τού διδάσκουν πως, αν παραβεί τους κανόνες – και η φαινομενικά πιο αθώα αυτόνομη πράξη μπορεί να αποτελέσει μια τέτοια παράβαση – θα προκαλέσει και τη μοιραία διάλυση της οικογενειακής ομάδας, και την ατομική αποσύνθεση της μητέρας του, και ίσως κι άλλων προσώπων. Έτσι – όπως ο R. D. Laing και ο A. Esterson το απόδειξαν με τόση ενάργεια (Laing 1961· Laing και Esterson 1964) – το παιδί οδηγείται προοδευτικά σε μια αφόρητη κατάσταση. Στο τελικό κρίσιμο σημείο, δεν μπορεί πιά να διαλέξει παρά ανάμεσα στην απόλυτη υποταγή, στην απόλυτη εγκατάλειψη της ελευθερίας του, και, από την άλλη, στην απόσχιση από την ομάδα, που έχει σαν επακόλουθο το άγχος αντικρύζοντας την καταστροφή των άλλων, καταστροφή που την είχαν προβλέψει, και αντιμετωπίζοντας την ένοχη του, που μ’ αυτή το έχουν εμποτίσει με περίσσια στοργή. Οι πιο πολλοί από αυτους τους μελλοντικούς σχιζοφρενικούς, βρίσκουν στο δίλημμα αυτό μια λύση συνθετική, που συχνά συμπίπτει — στα σημερινά δεδομένα — μ’ εκείνη που οι ίδιες οι οικογένειες διαλέγουν γι’ αυτους: δηλαδή να εγκαταλείψουν την οικογένειά τους, αλλά μονάχα για να μπουν στο ψυχιατρείο.

Στο ψυχιατρείο, η κοινωνία – με αλάθητη επιδεξιότητα – δημιουργεί μια κοινωνική δομή που, από πολλές απόψεις, είναι πανομοιότυπη με τις Ιδιομορφίες της οικογένειας τού άρρωστου, τις ικανές να προκαλέσουν την τρέλα. Στο ψυχιατρείο, ο άρρωστος συναντά ψυχιάτρους, διαχειριστές, νοσοκόμες, που είναι οι πραγματικοί του γονείς, αδελφοί και αδελφές, και οι όποιοι παίζουν ένα δια-προσωπικό παιχνίδι, συχνότατα παρόμοιο, στους περίπλοκους κανόνες του, με το παιχνίδι που δεν κατόρθωσε να μάθει στο σπίτι του. Και πάλι, είναι απόλυτα ελεύθερος να διαλέξει. Μπορεί να πάρει την απόφαση να φυτοζωεί για πάντα σ’ έναν παράμερο θάλαμο για χρόνιους αρρώστους, η να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κόλαση της οικογένειάς του και στην παρόμοια κόλαση του θεραπευτικού θαλάμου του ψυχιατρείου— η τελευταία αύτη λύση αντιπροσωπεύει τη σημερινή αντίληψη της ψυχιατρικής προόδου: οι σχιζοφρενικοί μπορούν να πάρουν εξιτήριο από το νοσοκομείο σε τρεις μήνες πάνω-κάτω, αλλά οι μισοί σχεδόν άπ’ αυτους επανεισάγονται πριν περάσει ένας χρόνος. Τρίτη εναλλακτική λύση δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί.

Μα πως είναι δυνατό να βρεθεί ένας άνθρωπος σε τέτοια θλιβερή θέση ώστε να ασκηθεί πάνω του τόση βία; Κατά κανόνα, η κατάσταση είναι η ακόλουθη: η μητέρα και το παιδί σχηματίζουν μια πρωταρχική βιολογική ενότητα, που εξακολουθεί για λίγο καιρό ύστερα από τη γέννηση του παιδιού. Αργότερα, η ενέργειες της μητέρας, αν είναι ορθές (κατά κάποιον καθορισμένο τρόπο), δημιουργούν λίγο-λίγο ένα πεδίο πράξης με δυνατότητες αμοιβαιότητας. Έχουμε τώρα δυο ανθρώπους που μπορούν να δράσουν μαζί, και να δράσουν ο ένας πάνω στον άλλον. Τότε το παιδί παίρνει πρωτοβουλίες που επηρεάζουν τη μητέρα σαν να είναι κάποιος άλλος, που και γι’ αυτόν τον άλλον το παιδί είναι κάποιος άλλος. Η αρχή αύτη της πράξης που επηρεάζει κάποιον άλλον – ή η προσωπική αρχή – είναι η δεύτερη γέννηση, η υπαρξιστική γέννηση, που διαλεκτικά υπερβαίνει το αρχικά οργανικό ανακλαστικό επίπεδο, και φτάνοντας σ’ ένα καινούργιο επίπεδο συνθετικής οργάνωσης, εγκαινιάζει μια διαλεκτική αναμεσά στα πρόσωπα. ’Αλλά η μητέρα, για διάφορους λόγους, δεν κατορθώνει πολλές φορές να δημιουργήσει, από την πλευρά της, ένα αμοιβαίο πεδίο δράσης: με την έννοια αυτή, ορισμένοι άνθρωποι – και μάλιστα πάρα πολλοί άνθρωποι – δεν έχουν ποτέ γεννηθεί, ή, απλούστερα, η γέννηση τους στάθηκε ένα ακαθόριστο περιστατικό, και η ζωή τους αποτελεί μονάχα μια περιθωριακή μορφή ύπαρξης. Τελικά, και ο θάνατος τους ακόμα τους ξεφεύγει, και δεν είναι πιά τίποτα παρά ένα περιστατικό «για άλλους» – με άλλα λόγια, το πρόσωπο δεν συνειδητοποιεί την πορεία της ζωής του προς τον προσωπικό του θάνατο: δεν θα πεθάνει ποτέ τον δικά τον το θάνατο, αφού γι’ αυτόν ο θάνατος είναι μονάχα κάτι το στατιστικά αναπόφευκτο μέσα στο ανώνυμο αύριο. Έργο της μητέρας, λοιπόν, δεν είναι μόνο να δημιουργήσει ένα παιδί, αλλά και ένα πεδίο από δυνατότητες, όπου το παιδί της θα μπορέσει να γίνει κάποιος άλλος, ένα άλλο πρόσωπο.

Έτσι, η διαδικασία του «γίγνεσθαι άνθρωπος» μπορεί να πάρει στραβό δρόμο, και μάλιστα από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής. Αν η μητέρα δεν κατορθώσει να δημιουργήσει το πεδίο αυτό της αμοιβαίας δράσης, με τρόπο ώστε το παιδί να μάθει να την επηρεάζει σα ναταν ένα άλλο πρόσωπο, το παιδί θα στερηθεί τις απαραίτητες συνθήκες για την πραγματοποίηση της προσωπικής του αυτονομίας. θα μείνει για πάντα ένα πράγμα, ένα εξάρτημα, κάτι το υπό-ανθρώπινο, μια τέλεια ζωντανή κούκλα. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ απόλυτα, αλλά, με διάφορες διαβαθμίσεις, είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο’ στην πραγματικότητα, η αποτυχία είναι, ως ένα βαθμό, αναπόφευκτη.

Όμως, η ανάπτυξη ενός ανθρώπου δεν είναι ποτέ, από την αρχή, καθαρά παθητική. Οι πράξεις της μητέρας αποτελούν βέβαια την προϋπόθεση της ανάπτυξης, αλλά ποτέ την αιτία της. ’Από την πρώτη στιγμή της αλληλεπίδρασης μητέρα/παιδί, όπου ό καθένας τους είναι κάποιος άλλος για τον άλλον, το παιδί είναι σε θέση να διαλέξει τη μελλοντική του προσωπικότητα. Και τούτο είναι, καταρχήν, μια ελεύθερη εκλογή, μια ελεύθερη δημιουργία της ουσιαστικής φύσης του.

Ωστόσο, ορισμένα πρόσωπα όχι μονάχα στερούνται τις βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ξεχωριστής τους ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ακόμα κι όταν έχουν αποκτήσει κάποιαν αυτονομία, έστω και αβέβαιη, άλλα πρόσωπα στην οικογένεια τους καθιστούν συγκεχυμένη την πραγματική φύση της κάθε τους πρόθεσης και της κάθε τους πράξης. Αν μια τέτοια σύγχυση εντείνεται κι επεκτείνεται αρκετά, η θέση των ανθρώπων αυτών στους κόλπους της οικογένειας γίνεται αφόρητη, και το-τε η βία αποκαλύπτεται ωμή.

Πολλές φορές το άτομο βρίσκεται καθηλωμένο σε μια θέση, όπου η μόνη κίνηση που του επιτρέπεται στο διαπροσωπικό παιχνίδι, είναι μια κίνηση που οπωσδήποτε θα χαρακτηριστεί « βίαιη » από τους άλλους. Τέτοια λογουχάρη είναι η περίπτωση τού νέου εκείνου που δεν κατόρθωσε ποτέ να ολοκληρώσει την προσωπικότητα του ξεχωριστά από κείνην της μητέρας του. Όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται για να αναπτυχθεί η αγάπη αποτυχαίνουν, γιατί η αγάπη απαιτεί αμοιβαιότητα, και δεν είναι δυνατό να υπάρξει πραγματική αμοιβαιότητα στην παραπάνω περίπτωση, αφού από την άποψη της μητέρας (και η άποψη της μητέρας ρυθμίζει απόλυτα το πεδίο), δεν μπορεί να υπάρξει αμοιβαίο πεδίο δράσης – δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αυτός που αγαπάει ούτε κι εκείνος που αγαπιέται: πρόκειται μονάχα για συμβίωση, όπου το ζευγάρι δεν είναι Ικανό να διακρίνει τη διαφορά «παράσιτο/ξενιστής» και γίνεται, αν όχι στην πραγματικότητα, σίγουρα στο φαντασιακό επίπεδο, ένα και μόνο πρόσωπο· όπως, λογουχάρη, ο πενηντάρης που βρίσκεται στο θάλαμο των χρονιών αρρώστων σ’ ένα ψυχιατρείο και που η μητέρα του έρχεται και τον παίρνει τακτικά κάθε Σαββατοκύριακο και τον πάει σπίτι.

Τον φροντίζει βέβαια πολύ προσεκτικά. Όπως η νοσοκόμα του στο ψυχιατρείο, κι αύτη τον ξεντύνει, τον πλένει, εξετάζει το σώμα του, για τυχόν κάποιο ίχνος πληγής η αρρώστιας, κ’ ύστερα γράφει στο γιατρό του εκφράζοντας την ανησυχία της για το πρήξιμο του μεγάλου δάχτυλου του αριστερού ποδιού του, που – κατά τη γνώμη της – απαιτεί τη φροντίδα εξειδικευμένου γιατρού. Και, κατά κανόνα, η μητέρα τα καταφέρνει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η μόνη κίνηση που απομένει στο παιδί για να επιβληθεί, είναι μια φαινομενικά αυθαίρετη, ξαφνική, παράλογη, επιθετική πράξη. Το παιδί, που μπορεί να είναι είκοσι, τριάντα, σαράντα η πενήντα ετών, γίνεται επιθετικό ενάντια στη μητέρα του, γιατί είναι το μόνο μέσο που του μένει για να αποσχιστεί άπ’ αυτή. Ο αδιαφιλονίκητος συλλογισμός της κατάστασης αυτής είναι ο ακόλουθος: «Αν σε χτυπήσω, εγώ δεν είμαι πιά εσύ… είμαι εγώ, αφού σε χτύπησα εσένα… Εσύ είσαι εσύ, αφού, χτυπώντας σε, εγώ είμαι κάποιος άλλος… Εσύ είσαι ένα άλλο πρόσωπο… εσύ… εγώ …είμαι εγώ». Όπερ έδει δεΐξαι. Στην καρτέλα του αρρώστου σημειώνεται τότε ότι η συμπεριφορά του, στην περίπτωση αύτη, στάθηκε αλλόκοτη, μη έλλογη και αναιτιολόγητα βίαιη.

Μονάχα στα τελευταία δέκα τόσα χρόνια, βρισμένοι ψυχίατροι άρχισαν να εξετάζουν την άλλη όψη του προβλήματος της βίας. Παρατήρησαν ότι ο άρρωστος που έχει χαρακτηριστεί σχιζοφρενικός αντιμετωπίζει πολλές φορές αντιφατικές απαιτήσεις μέσα στην οικογένειά του, και πολύ συχνά και στο ψυχιατρείο. Μερικοί Αμερικανοί ερευνητές χρησιμοποιούν τον όρο «διπλό αδιέξοδο» (double bind) αναφορικά με την κατάσταση αυτή. θα αναλύσω τη θεωρητική όψη της έννοιας τούτης στο επόμενο κεφάλαιο, αλλά μπορώ από τώρα κιόλας να τη διευκρινίσω με το απλό παράδειγμα της μητέρας που δηλώνει κάτι και ταυτόχρονα το διαψεύδει με τη συμπεριφορά της: λέει στο γιό της: «Πήγαινε βρες μόνος σου τους φίλους σου και μην εξαρτάσαι όλο από μένα», αλλά την ίδια στιγμή δείχνει (μη-προφορικά) πως θα στεναχωρηθεί πολύ αν την αφήσει, έστω και για τόσο λίγο. Η ακόμα, ενώ προσπαθεί να τού δώσει να καταλάβει ότι δεν θέλει καμία σωματική επαφή μαζί του, τού λέει: «Έλα, αγάπη μου, να φιλήσεις τη μαμά σου!». Μόνο με την ασπλαχνία και την αντι-βιαιότητα, το παιδί κατορθώνει να εξουδετερώσει την αλλόκοτη αυτή «ανταλλαγή» – αλλιώτικα αντίδραση του καταντάει σε μια σύγχυση, και τελικά φτάνει σ’ εκείνο που αποκαλείται ψυχωτική σύγχυση, διαταραχή της σκέψης, κατατονία, κτλ.

‘Όλα αυτά θυμίζουν την κατάσταση που δημιουργείται από ορισμένες πνευματικές ασκησεις του Βουδισμού Ζεν, όπου κανείς καθηλώνεται στην ακόλουθη θέση: υποχρεώνεται να δομησει μια απάντηση, αλλά όποια και ναναι η απάντηση, έχει προκαταβολικά καθοριστεί σα λαθεμένη. Δεν μπορεί εδώ να δοθεί ούτε ορθολογική ούτε και αναλυτική λύση: η μόνη δυνατή απάντηση θαταν μια πράξη που θα μετατόπιζε το υποκείμενο από τη σφαλερή υπαρξιστική θέση όπου έχει τοποθετηθεί — θέση όπου δεν μπορεί κανείς να υπάρξει — σε μια θέση όπου το πραγματικό κέντρο είναι ο εαυτός του και όχι κάποιος άλλος. Όμως, μόλις κανείς προσπαθήσει να ξεφύγει από το ψευτο-ορθολογικό σύστημα της οικογένειας, και ιδιαίτερα όταν το σύστημα αυτό ενισχύεται από τη συμπαιγνία ανάμεσα στην ίδια την οικογένεια και τους παράγοντες της πλατύτερης κοινωνίας, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί παράλογος, η ακόμα και να του καταλογιστεί κάποια «ασθένεια» που τον οδήγησε σε τούτη την παραφροσύνη. Το ότι δ παραλογισμός αυτός είναι στην πραγματικότητα μια αναγκαία αντι-λογική και όχι μια αρρωστημένη λογική, και ότι η βία που ασκεί ο άρρωστος είναι μια αναγκαία αντι-βία, παραβλέπετε σχεδόν πάντα. H «αρρώστια» ή η έλλειψη λογικής του σχιζοφρενικού προέρχεται, κατά μεγάλο μέρος, από την αρρωστημένη λογική των άλλων.

Έτσι, λοιπόν, η οικογένεια, για να προστατεύσει τον ψεύτικο τρόπο ζωής της, εφευρίσκει μια αρρώστια. Και η ιατρική επιστήμη, που συνειδητοποιεί τις ευρύτατες αυτές κοινωνικές ανάγκες, προσφέρει ένα ειδικό κλάδο — την ψυχιατρική — για να σχηματίσει μια αντίληψη για την αρρώστια αυτή, να την τυποποιήσει, να την ταξινομήσει και να επινοήσει μια θεραπεία γι’ αυτήν. Η έννοια «αρρώστια» συνεπάγεται ορισμένα συμπτώματα, και η οικογένειά προετοιμάζει έναν τεράστιο κατάλογο από τέτοια συμπτώματα. Συμπτώματα της σχιζοφρένειας θεωρούνται όλα όσα προκαλούν αφόρητο άγχος στην οικογένειά σχετικά με κάθε ένδειξη ανεξάρτητης συμπεριφοράς ενός από τα παιδιά της. Τέτοια στοιχεία συμπεριφοράς είναι, συνήθως, η επιθετικότητα, ό σεξουαλισμός και γενικά κάθε μορφή αυτό-επιβολής. Τα στοιχεία αυτά μπορεί βέβαια να εκφράζουν τις συνηθισμένες ανάγκες ενός έφηβου αλλά, σε ορισμένες οικογένειες, ακόμα κι αυτά είναι απαράδεκτα, και πρέπει απαραίτητα να ακυρωθούν, έστω και με τις πιο απεγνωσμένες προσπάθειες. Μια από τις πιο αποδεκτές και πρόχειρες μορφές απαξίωσης, είναι ό χαρακτηρισμός μιας τέτοιας συμπεριφοράς σαν «αρρωστημένης». Ό άρρωστος απομακρύνεται τότε από την οικογένεια, με τη συμπαράσταση που της προσφέρουν διάφοροι κοινωνικοί και ιατρικοί παράγοντες, και η οικογένεια μπορεί πιά ελεύθερα να θρηνεί και να οδύρεται για την τραγωδία που την έπληξε. Τραγωδία σταλμένη, βέβαια, από το θεό, που οι θελήσεις του είναι ανεξιχνίαστες, και που δεν έχει καμία σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των άλλων μελών της οικογένειας.

Σαν παράδειγμα, θα αναφέρω εδώ μια αληθινή περίπτωση: κάποιος άρρωστος είχε εισαχθεί σ’ ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο με Διαταγή Κρατήσεως (δηλαδή μ’ ένα πιστοποιητικό, όπως το προβλέπει ό Νόμος περί Ψυχικής Υγείας του 1959, που αφαιρεί από τον άρρωστο το δικαίωμα να εγκαταλείψει το νοσοκομείο αυτόθέλητα, και αν κατορθώσει να αποδράσει, επιτρέπει στην αστυνομία η στο προσωπικό του νοσοκομείου να τον επαναφέρει με τη βία). Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι ό νέος αυτός – έκτος από άλλα περιστατικά που έμειναν απροσδιόριστα – εμφάνιζε επιθετική και βίαιη συμπεριφορά απέναντι στους γονείς του, και όπως αναφερόταν στη διαταγή, ό νέος έπρεπε, για την ασφάλεια των άλλων, να εισαχθεί σε ένα ίδρυμα για παρακολούθηση της ψυχικής του κατάστασης. Οι γονείς του είχαν αναφέρει το πρόβλημα στον οικογενειακό τους γιατρό, κι αυτός, με τη συμπαράσταση του εντεταλμένου της Οργάνωσης Ψυχικής Υγείας, είχε εκδώσει τη Διαταγή Κρατήσεως. Όμως, αν εξέταζε κανείς προσεκτικά τις περιστάσεις της οικογενειακής κρίσης, ανακάλυπτε ότι η επιθετική και βίαιη συμπεριφορά είχε εκδηλωθεί με τα ακόλουθα: ο νέος α) είχε σπάσει ένα φλυτζάνι, β) είχε βροντήξει την εξώπορτα, και γ) είχε χτυπήσει με το ποδάρι του – μια φορά μονάχα αλλά με πολλή δύναμη – την αλέα του κήπου. Στην εξέταση της οικογενειακής κατάστασης, που περιλάμβανε και μια αναπαράσταση της «κρίσης», ανακαλύφθηκε ότι η μητέρα του άρρωστου έπασχε για χρόνια από σοβαρή κατάθλιψη. Στο ιστορικό της οικογένειας, βλέπουμε ακόμα ότι, σε μια ορισμένη στιγμή, και ο πατέρας που ήταν κι εκείνος καταθλιπτικός και απόλυτα κλεισμένος στον εαυτό του, είχε μείνει ανάπηρος ύστερα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο’ τότε η μητέρα υποχρεώθηκε να απαλλαγεί από το έντονο αίσθημα ένοχης που την κυρίευε, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον καινούργιο και πολύ δύσκολο ρόλο της νοσοκόμας’ και το πιο κατάλληλο πρόσωπο, όπου μπορούσε να προβάλει τα αισθήματα ένοχης της, ήταν ο γιός της, είκοσι πέντε τότε χρόνων ό γιός είχε από νωρίς διαμορφωθεί για να υποστεί τη μεταβίβαση αύτη. Η κατάσταση, που βρισκόταν τώρα σε κρίσιμο σημείο, είχε κάπως εξελιχτεί στα τρία-τέσσερα τελευταία χρόνια. Όταν ήταν είκοσι ενός ετών, ο γιός είχε περάσει τη συνηθισμένη στους νέους κρίση της υπέρτατης αυτό-ευαισθησίας. Τότε, είχε προβάλει στους άλλους όλα όσα μέσα του ήταν σεξουαλικά και επιθετικά απαράδεχτα, και ταχε νιώσει να ξαναστρέφονται πάνω του σα να τον περίπαιζαν και να τον καταδίωκαν. Αυτό είχε οδηγήσει σε μια πρώτη εισαγωγή του στο νοσοκομείο, όπου διακήρυττε ανοιχτά την παραισθητική ιδέα ότι ήταν ο Ιησούς Χριστός. Την εποχή εκείνη, όπως και τώρα, επωμιζόταν άμεσα όλο το αίσθημα ένοχης της μητέρας του, και στον μικρό-κοινωνικό οικογενειακό του κόσμο ετοιμαζόταν να πεθάνει για να σωθούν οι άλλοι, και ιδιαίτερα η μητέρα του. Όλοι μας επανειλημμένα πεθαίνουμε ένα μερικό θάνατο – σαν εξιλαστήρια θύματα – για να μπορέσουν να ζήσουν οι άλλοι. Το αρχέτυπο-Χριστός, στο βαθμό όπου αντιπροσωπεύει μια πραγματικότητα, βρίσκεται μέσα στον καθένα μας. Με την έννοια αύτη, η παραισθητική δήλωση τού αρρώστου ήταν απόλυτα αληθινή, μα ήταν μια αλήθεια που κανένας μας δεν θα δεχόταν να την αντικρύσει. Αν ερμηνεύσει κανείς τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο, καταλαβαίνει την σημασία του γνωμικού εκείνου των Αμερικανών ψυχιάτρων που προσδιορίζει την παραίσθηση σαν μια ορθή ιδέα τού άρρωστου, και την όποια ό ψυχίατρος, απατώντας τον εαυτό του αποδέχεται στην κυριολεξία της. Το αντίθετο όμως της κυριολεξίας δεν είναι αναγκαστικά η μεταφορά. Η υπαρξιστική πραγματικότητα ενός προσώπου υπερβαίνει την αντίθεση αύτη.

Τη μέρα της εισαγωγής του νέου αυτού στο ψυχιατρείο για παρακολούθηση, παρατηρούμε πως τα παραπάνω εμφανή περιστατικά είτε δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη, είτε διαστρεβλώνονται με τον ίδιο πάντα τρόπο – κι αν θέλουμε να καταλάβουν την ψυχιατρική βία στην πραγματικότητα της, πρέπει πρώτα να σχηματίσουμε κάποια ιδέα για τη διαστρέβλωση αύτη.

Ο ψυχικά άρρωστος, μια που τον βάφτισαν έτσι, πρέπει απαραίτητα να παίξει το ρόλο τού άρρωστου. Ουσιαστικό στοιχείο του ρόλου αυτού είναι μια κάποια παθητικότατα. Υποτίθεται ότι υπάρχει μια αρρώστια που προκαλείται στο άτομο, κατά κάποιο τρόπο από εξωτερικές αίτιες και αποτελεί μια διαδικασία που αλλοιώνει την προσωπικότητα του ατόμου. Ο άρρωστος επηρεάζεται, αλλοιώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε ό δικός του επηρεασμός και η αλλοίωση του περνούν, σχετικά, σε δεύτερη μοίρα. Αντικειμενοποιείτε, ώσπου να καταντήσει το αντικείμενο στο οποίο ολοκληρώνεται η διαδικασία της αρρώστιας. Πρόκειται για μια διαδικασία που την ανέχεται κανείς, την υφίσταται. Υποτίθεται πως κανείς άλλος δεν μεσολάβησε, πριν από τη σκηνοθεσία του ψυχιάτρου, που (κάποτε, και συνήθως καταστροφικά) αναλαμβάνει ν’ ανοίξει το απόστημα. Η αρρώστια εκδηλώνεται (στο μέτρο όπου αυτό θεωρείται ένα απλό περιστατικό) σε ένα πρόσωπο που έχει καταντήσει, στην κυριολεξία, κανένας. Σαν φορέας συμπτωμάτων που προέρχονται από κάποια διαδικασία, το άτομο αυτό απαλλάσσεται από το να είναι ένα πρόσωπο, και επομένως απαλλασσόμαστε κ’ εμείς από αυτό. Εγκαταλείπεται στον γιατρό, που βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα αδρανές, μη-ανθρώπινο πεδίο από συμπτώματα (τα όποια πρέπει, πάντοτε, να παραμεριστούν η και να εξαλειφθούν), καθώς και με μια διαδικασία αρρώστιας (που πρέπει, αν είναι δυνατό, να εκμηδενιστεί). Αύτη η προδιάρθρωση της κατάστασης που δημιουργείται μόλις κάποιος εισαχθεί στο ψυχιατρείο, υποδηλώνει άμεσα ότι αυτό που έχει γίνει ανάμεσα στον επιλεγμένο άρρωστο και σε άλλα πρόσωπα, έχει δευτερεύουσα μονάχα σημασία (αν πραγματικά έχει κάποια σημασία) σε σχέση με την υποθετική αρρώστια. Δε θέλουμε μ’ αυτό να πούμε ότι ο γιατρός εμπνέεται από μοχθηρία, η ότι του λείπει «κάθε ανθρώπινη στοργή».

Η αναγνώριση αύτη της βίας αντιστοιχεί, στη σημερινή ψυχιατρική σκέψη, στην αντίληψη μιας «ιδρυματοποίησης» χαρακτηριστικής του ψυχιατρικού νοσοκομείου. Αλλά η κριτική αύτη της ιδρυματοποίησης — ώ ειρωνεία! — πέφτει η ίδια στην παγίδα της ιδρυματοποιημένης σκέψης, ιδιαίτερα όταν δημιουργεί τέτοιες θεωρίες, όπως είναι η «ιδρυματική νεύρωση». Η εφεύρεση της περίεργης αυτής αρρώστιας (ακόμα μιας) οδήγησε έναν από τους απολογητές της να απαριθμήσει τους αιτιολογικούς παράγοντες, τα συμπτώματα, τη διάγνωση, την πρόγνωση και τη θεραπευτική της μέθοδο. Όταν δεν μπορεί κανείς να ανακαλύψει έναν πραγματικό Ιό, εφευρίσκει έναν κοινωνικό ιό.

Στο βαθμό όπου τούτος ο τρόπος σκέψης ασκεί βία πάνω στην ανθρώπινη πραγματικότητα, πρέπει να αμφισβητηθεί, γιατί βασίζεται στην έννοια της παθητικότητας, της αλλοίωσης που προέρχεται από τη διαδικασία της αρρώστιας, διαδικασία βιολογική και/ή ψυχολογική, και/ή κοινωνική.

Όμως ο τέτοιος τρόπος σκέψης για την αρρώστια (η αρρωστημένος τρόπος σκέψης), είναι βαθιά ριζωμένος στην ιατρική παράδοση, όπου το έργο των ψυχιάτρων, για ιστορικούς λόγους, βρίσκεται παγιδευμένο. Ενώ όμως η αντίληψη της αρρώστιας λειτουργεί ορθά και εξυπηρετεί τη γενική ιατρική, καθώς και ορισμένες ειδικότητές της, η ατόφια μεταφύτευση της σε περιοχές όπου τα προβλήματα αναφέρονται στις δια-προσωπικές σχέσεις, δεν δημιούργησε παρά σύγχυση και τεράστιες αντιφάσεις σε κάθε επίπεδο της θεωρίας και της μετα-θεωρίας — μ’ όλο που η κλινική ψυχιατρική φιλολογία σπάνια φτάνει στο επίπεδο της μετα-θεωρίας και ποτέ της δεν την υποστηρίζει, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί κανείς να πετύχει, μέσα σ’ ένα συνεχές πλαίσιο αναφοράς, μια θεωρητική μελέτη για μια θεωρία που είναι η ίδια γεμάτη αντιφάσεις στα πιο ουσιαστικά της σημεία. Μια προοδευτική και ριζική κριτική της ψυχιατρικής θεωρίας, με βάση το λαθεμένο αντιηλιακό πρότυπό της, θα πρέπει ναχει σα σκοπό την ανάλυση της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης, ξεκινώντας από την ιστορική τους προέλευση .

Στην πραγματικότητα, ελάχιστα καταλαβαίνει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει όταν κάποιος εισάγεται στο ψυχιατρείο. Όχι μονάχα τον περιμένει στο θάλαμο το συνηθισμένο κρεβάτι του άρρωστου, αλλά και ένα άλλο, αληθινό κρεβάτι του Προκρούστη, φτιαγμένο από τις προκαταλήψεις του προσωπικού, στο όποιο θα πρέπει οπωσδήποτε να προσαρμοστεί με αντάλλαγμα τον ακρωτηριασμό της προσωπικής του πραγματικότητας. Η βία, που έχει αρχίσει να ασκείται από την οικογένειά του, συνεχίζεται στον συμβατικό ψυχιατρικό θάλαμο. Οι περισσότερες από τις φαινομενικές προόδους που έχουν γίνει στην ψυχιατρική και που εκφράζονται από τα συνθήματα «πόρτες ξεκλείδωτες», «ανεκτικότητα», «οικειότητα», «φιλικές σχέσεις προσωπικού-αρρώστων», χρησιμεύουν μονάχα για να συγκαλύψουν το κεντρικό αυτό πρόβλημα, που για τη λύση του το παραδοσιακό ψυχιατρείο δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα από την εποχή του Kraepelin, τον περασμένο αιώνα.

Κοινοτοπία είναι να λέει κανείς ότι πρέπει να υπολογίζουμε τις σχέσεις του άρρωστου με την οικογένειά του, με το γιατρό του και με άλλα πρόσωπα σημαντικά γι’ αυτόν, όταν πρόκειται να αποφασίσουμε πως θα φερθούμε στον άρρωστο για μια καλύτερη «θεραπευτική» προσέγγιση. Και σίγουρα αυτό γίνεται — καταρχήν τουλάχιστον — σε όλα τα ψυχιατρικά Ιδρύματα, έκτος από τα πιο οπισθοδρομικά. Ωστόσο, θεωρείται ακόμα και σήμερα επαναστατικό να λέει κανείς πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο αποκαλούμενο « άρρωστο πρόσωπο », αλλά στο πλέγμα των διαπροσωπικών επιδράσεων, και ιδιαίτερα της οικογένειάς του, άπ’ όπου ο άρρωστος έχει κιόλας αφαιρεθεί μ’ ένα αντιληψιακό τέχνασμα, θέλω να πω, πως η παραφροσύνη δεν βρίσκεται μέσα» σ’ ένα ορισμένο πρόσωπο, αλλά μέσα σ’ ένα σύστημα σχέσεων, όπου ο αποκαλούμενος «άρρωστος» συμμετέχει : η σχιζοφρένεια — αν η λέξη αύτη έχει κάποιαν έννοια – είναι ένας λίγο-πολύ χαρακτηριστικός τρόπος διαταραγμένης ομαδικής συμπεριφοράς. Δεν υπάρχουν σχιζοφρενικοί. Όταν αφαιρούμαι ένα «άρρωστο πρόσωπο» από το σύστημα των σχέσεων όπου είναι παγιδευμένο, διαστρεβλώνουμε άμεσα το πρόβλημα και εφευρίσκουμε ψευδοπροβλήματα, που σε συνέχεια αντιμετωπίζονται σοβαρά, ταξινομούνται και αναλύονται αιτιολογικά – ενώ τα γνησιά προβλήματα γλιστρούν απαρατήρητα μέσα από τις πύλες του νοσοκομείου (μαζί με τους συγγενείς που φεύγουν).

Η παραξενιά, η αλλοκοτιά, η εκκεντρικότητα, η παραφροσύνη, η ασυναρτησία ή η έλλειψη κάθε αισθήματος, οι άσκοπες πράξεις, η παρόρμηση ή η αναιτιολόγητη επιθετικότητα, δεν είναι δυνατό να αποδοθούν στον μελλοντικό άρρωστο με αναμφισβήτητες, απόλυτες, ούτε και (στην καθημερινή κλινική εμπειρία) με αντικειμενικά λογικές κρίσεις, αν οι κρίσεις αυτές προέρχονται από άλλα μέλη της οικογένειας. Οι προσδιορισμοί αυτοί είναι στο έπακρο λειτουργικοί, και λειτουργούν σε συσχετισμό με το σύστημα των αναγκών της οικογένειας σε μια ορισμένη στιγμή της Ιστορίας της. Ακόμα κι όταν οι προσδιορισμοί της παραφροσύνης προέρχονται από έξω-οικογενειακούς κοινωνικούς παράγοντες, και ιδιαίτερα από τον οικογενειακό γιατρό, τον εκπρόσωπο της Οργάνωσης Ψυχικής Υγείας, η κάποτε και από την αστυνομία, δεν θα πει πως είναι πιο αντικειμενικοί από κείνους της οικογένειας. Όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί συμπίπτουν — αλίμονο — πολύ συχνά με την ύπουλη συμπαιγνία που έχει επιδέξια (έστω και ασυνείδητα) προετοιμαστεί από τη συμπεριφορά της οικογένειας.

Η ύπουλη αύτη συνεννόηση ανάμεσα στην οικογένειά και τους παράγοντες της κοινωνίας, αποτελεί στην ψυχιατρική τη βάση της πραγματικής βίας σε αντίθεση με τη μυθική βία. Αυτό όμως δεν υπήρξε ούτε και θα παραμείνει αιώνιο χαρακτηριστικό του κοινωνικού συστήματος. Στο Μεσαίωνα δεν υπήρχαν τα σημερινά όρια ανάμεσα στις οικογενειακές και τις έξω-οικογενειακές κοινότητες. Όχι μονάχα στην κοινότητα η οικογένειά ήταν πολύ πιο «ανοιχτή» άπ’ όσο είναι σήμερα, αλλά και κάτω από την ίδια στέγη — και Ιδιαίτερα στην ανώτερη τάξη – ζούσαν πολλά έξω-οικογενειακά πρόσωπα, υπηρέτες, νταντάδες, καλεσμένοι. Μόλις το παιδί απομακρυνόταν από την πρωταρχική εξάρτηση, γινόταν για τους ενήλικους – όπως το επιβεβαιώνει και η εικονογραφία της εποχής – ένας «ενήλικος σε μικρογραφία». Στον δέκατο έκτο, στον δέκατο έβδομο, και Ιδιαίτερα στον δέκατο όγδοο αιώνα, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει: η ιεροτελεστία της μετάβασης , που από τη νεολιθική εποχή επέτρεπε τη μύηση του παιδιού στην ενήλικη του ταυτότητα (πολλές φορές με τη βοήθεια ενός συμβολικού θανάτου, η του μερικού θανάτου ενός συμβολικού ευνουχισμού και μιας μεταστροφής της σεξουαλικής ταυτότητας, καθώς και με την απονομή ενός καινούργιου ονόματος), η ιεροτελεστία αύτη, καθώς και η ελληνική παιδεία, είχαν ολότελα εκλείψει από τη Μεσαιωνική Ευρώπη στον δέκατο όγδοο αιώνα ασχολήθηκαν και πάλι με τη φύση της παιδικής ηλικίας και με τη μεταβατική περίοδο προς την ενηλικίωση.

Από την εποχή εκείνη αναγνώρισαν ότι το παιδί ανήκε σε μια ξεχωριστή κατηγορία προσώπων, ότι ήταν μια ιδιαίτερα ανησυχητική παρουσία, και ότι έπρεπε να υποβληθεί σε μια ιδιαίτερη προετοιμασία κι εκπαίδευση, για να μπορέσει να παίξει το ρόλο του ενήλικου στη ζωή. Η οικογένειά και το σχολείο απομάκρυναν το παιδί από τη ζωή της κοινότητας των ενηλίκων, πολλές φορές με τρόπο αυστηρότατο και καλογερίστικο, κλείνοντας το στο ίδρυμα αυτό της απόλυτης απομόνωσης που λέγεται οικοτροφείο. Οι κτηνωδίες, όμως, αυτές απεικόνιζαν όχι τη μεσαιωνική αδιαφορία για το παιδί σαν παιδί, αλλά την έμμονη καταπιεστική αγάπη της οικογένειας. Κι εδώ, πραγματικά, η αγάπη εμφανίζεται σαν βία. Η χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών, που τόσο συχνά εξαγγέλλεται σήμερα (απόδειξη, όπως λένε, η μεγάλη αναλογία των διαζυγίων, η εξασθένηση της πατρικής εξουσίας), δεν κατορθώνει να κρύψει μια περίεργη ενίσχυση της οικογενειακής συνοχής στην κοινωνία μας – συνοχή που την εξήγηση της μπορούμε να την ανακαλύψουμε στην ιστορία. Η έννοια «μια οικογένεια», που διαφέρει σημαντικά από τον απλό δημογραφικό θεσμό, συνεπάγεται μια συνοριακή γραμμή ανάμεσα στην οικογένεια και την κοινότητα, και Αποτελεί ένα φαινόμενο της σύγχρονης Ιστορίας· πριν Από τον δέκατο έκτο ως τον δέκατο όγδοο αιώνα, α διαχωρισμός των τάξεων, αν και ήταν πάντα δυνατό να προσδιοριστεί αντικειμενικά, συγχεόταν λίγο-λίγο με τη διαδικασία της ανάπτυξης των κοινωνικών σχέσεων, και κάθε μέλος της κάθε οικογένειας αποτελούσε, στην πραγματικότητα, μέρος της κοινότητας στην ολότητα της· ύστερα Από τον δέκατο όγδοο αιώνα, η ανάπτυξη των βασικών αντιφάσεων στην καπιταλιστική κοινωνία περιόρισε αύτη τη σύγχυση στον διαχωρισμό των τάξεων, που έγινε ακόμα λιγότερο ανεκτή από την ανώτερη τάξη, η οποία άρχισε να απομονώνεται κοινωνικά, γεωγραφικά (σε ορισμένες συνοικίες) και αναφορικά με την ανατροφή των παιδιών. Από τότε υπερίσχυσαν οι Αξίες της ιδιωτικής ζωής, τού οικογενειακού ασύλου – τις όποιες η εργατική τάξη απομιμήθηκε στον τρόπο ζωής της, στο μέτρο που αυτός εξαρτιόταν από τις αξίες που Επέβαλαν οι κυρίαρχες — Ανώτερη και μεσαία — τάξεις.

Μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο αυτό χρησιμοποιώντας τις κατηγορίες που μας προτείνει ο Κλώντ Λεβί-Στρως στο έργο του «Θλιμμένοι Τροπικοί» . Υπάρχουν κοινωνίες που «καταπίνουν» τους ανθρώπους, δηλαδή κοινωνίες «ανθρωποφαγικές», και κοινωνίες που «ξερνούνε» τους ανθρώπους, κοινωνίες «ανθρωπο-εμετικές». Διαπιστώνουμε λοιπόν μια μετάβαση, από τη μεσαιωνική «κατάποση» τού παιδιού-προσώπου μέσα στην κοινωνία — ένας τρόπος αφομοιωτικής αποδοχής, συγγενικός με τον ιεροτελεστικό κανιβαλισμό στις «πρωτόγονες» κοινωνίες, όπου η ιεροτελεστία επιτρέπει στον καθένα να δέχεται το απαράδεκτο (και Ιδιαίτερα το θάνατο) – στην ανθρωπο-εμετική σύγχρονη κοινωνία, που αποβάλλει όποιον δεν δέχεται τους σατανικούς κανόνες του παιχνιδιού της. Έτσι, η κοινωνία αύτη αποκλείει πράξεις, θεωρίες, συμπεριφορές, και άτομα – άτομα που ανήκουν στην ανάρμοστη τάξη, στην ανάρμοστη φυλή, στο ανάρμοστο σχολείο, στην ανάρμοστη οικογένεια, στον ανάρμοστο σεξουαλισμό, στην ανάρμοστη νοοτροπία. Και σήμερα ακόμα, στο κλασικό ψυχιατρικό νοσοκομείο, παρ’ όλους τους Ισχυρισμούς για πρόοδο, η κοινωνία παίζει και κερδίζει στα δυο ταμπλό: το άτομο που «ξεράστηκε» από την οικογένειά, από την κοινωνία, «καταπίνεται» από το νοσοκομείο, και ύστερα χωνεύεται και υποβάλλεται σ’ έναν μεταβολισμό, ώσπου να χάσει την ύπαρξη του σαν πρόσωπο με δική του ταυτότητα. Και αυτό, πιστεύω, μπορεί να θεωρηθεί βία.

Όλοι βέβαια αρνούνται ότι προσπαθούν να ξεφορτωθούν κάποιον, και επικαλούνται την Ιδιαίτερη έμφυτη κακία η τρέλα που παρατηρείται σε ορισμένα άτομα. Η άρνηση αύτη, που διατυπώνεται τόσο από την οικογένεια, όσο και από την κοινωνία, είναι μια μορφή παραλογισμού της κοινωνίας, η πιο στείρα, η πιο διεστραμμένη, και μολαταύτα η πιο διάχυτη μορφή της: η άρνηση της άρνησης. Τα στάδια της διαδικασίας είναι τα ακόλουθα: υπάρχει, πρώτα, μια πράξη αρνητική, μια πράξη απαξίωσης ενός προσώπου από άλλα η πράξη αύτη περιλαμβάνει την ετικέτα της διάγνωσης, τη διατύπωση μιας καταδίκης, τη φυσική μετάπτωση ενός ατόμου έξω από το κοινωνικό του περιβάλλον κατά δεύτερο λόγο (ταυτόχρονα, μάλλον, και όχι χρονολογικά αργότερα,), οι άλλοι αρνούνται την αρνητική αύτη πράξη με διάφορους τρόπους : ισχυρίζονται ότι το εν λόγω πρόσωπο απαξίωσε μόνο του τον εαυτό του, η ότι απαξιώθηκε από τις έμφυτες αδυναμίες του, η από τη διαδικασία της αρρώστιας, και ότι οι άλλοι δεν έπαιξαν κανένα ρόλο σ’ αυτό. Με τη διπλή αυτή άρνηση, η κοινωνική ομάδα συγκαλύπτει από τον εαυτό της τις ίδιες της τις πράξεις. Έτσι, μ’ ένα ψέμα του ψέματος, οι «καλοί» και οι «υγιείς», εκείνοι που αυτοχαρακτηρίζονται έτσι χαρακτηρίζοντας άλλους ανθρώπους «τρελούς» η «κακούς», αποκλείοντας τους σε συνέχεια από την ομάδα, διατηρούν μια Ασφαλέστατη και άνετη Ισορροπία. Οι επιλεγμένοι σαν αποδιοπομπαίοι τράγοι βοηθούν πολλές φορές οι ίδιοι τη διαδικασία αύτη, κρίνοντας πως το μόνο μέσο να θεωρηθούν απαραίτητοι στους άλλους, η για να καθοριστεί κάπως η ταυτότητα τους, είναι να υιοθετήσουν τον κοινωνικό ρόλο τού τρελού η του κακού. Η «παραίσθηση» να ταυτίζεσαι με τον Χριστό, να θυσιάζεσαι για τη σωτηρία της ανθρωπότητας — όπως το είδαμε σε προηγούμενο παράδειγμα — γίνεται νοητή μ’ αύτη την μη-αυθεντική κοινωνική πρακτική.

Όταν οι κοινωνία δείχνει λιγότερη ανεντιμότητα στις ενέργειες της, Αναφαίνονται ανάλογες πράξεις που εκφράζονται με τρόπο πολύ πιο απροκάλυπτο και συγκεκριμένο. Για να ενισχύσει τη θεωρία του, που σύμφωνα μ’ αυτήν κάθε κοινωνικό κακό είναι μια προβολή, ό Σαρτρ στο έργο του πάνω στον Jean Genet (1952, σελ. 29), περιγράφει μια βιομηχανία που ευδοκίμησε κάποτε στη Βοημία. Οι «φυσιολογικοί» ενήλικοι έπαιρναν μικρά παιδιά, τους έσκιζαν τα χείλια, συμπίεζαν τα κρανία τους και τα έκλειναν μέρα-νύχτα σε κουτιά για να τα εμποδίσουν να μεγαλώσουν. Έτσι κατάφερναν να παράγουν τέρατα και επιδείχνοντας τα δημόσια, είχαν τεράστια κέρδη. Σήμερα, στην περίπτωση εκείνων που έχουν χαρακτηριστεί σαν «τρελοί», η κοινωνία άρχισε να αισθάνεται μια κάποιαν ένοχη σε σχέση με την παραγωγή και τη διατήρηση μιας ξεχωριστής υπό-κοινότητας από τρελούς. Η ένοχη αύτη εκφράζεται με τις Αντιφατικές προσπάθειες να βελτιώσει, από τη μια μεριά, τις συνθήκες ζωής των ψυχικά αρρώστων, με την προαγωγή τους στο επίπεδο απλών αρρώστων και με την παροχή μεγαλύτερης ελευθερίας στα ψυχιατρικά ιδρύματα από την άλλη, όμως, μεριά, η κοινωνία φροντίζει να μένει αναλλοίωτος δ ρόλος τους σαν τρελών, χάρη σ’ ένα ψευτο-ιατρικό σύστημα που διατηρεί την ταυτότητα τους σαν άρρωστους, και την επιβεβαιώνει – σύστημα που συμπληρώνεται μ’ ένα πλήθος δυσκολίες, σκοτεινής προέλευσης, για να παρεμποδιστεί η διαδικασία της αποκατάστασης τους. Στα πλαίσια τού δήθεν-ιατρικού αυτού μυστικισμού, τα περιοδικά ξεσπάσματα μιας έξαλλης θεραπευτικής δραστηριότητας ορισμένων ψυχιάτρων ενάντια στους σχιζοφρενικούς άρρωστους των, δεν έχουν άλλο αποτέλεσμα παρά να διαιωνίζουν τον παραλογισμό τού συστήματος.

Σχετικά με τα παραπάνω, ο γνωστός συγγραφέας και θεωρητικός του «θεάτρου του απάνθρωπου» Antonin Artaud, έγραψε μερικές πολύ ορθές παρατηρήσεις. Ο Artaud είχε ατέλειωτους διαλόγους με τους ψυχιάτρους του, στους οποίους υποστήριζε την πεποίθηση του ότι είχε πέσει θύμα μαγγανείας 6ων- τού, καθώς και το δικαίωμα του να απομακρυνθεί από τους άλλους ανθρώπους. Ό ψυχίατρος, αντίθετα, προσπαθούσε με κόπο να τον πείσει ότι όφειλε απαραίτητα να συμμορφωθεί με την κοινωνία. Κι αυτό εξακολουθούσε, ως την κρίσιμη στιγμή τού διαλόγου, όπου η σύγκρουση αναμεσά τους κατέληγε πάντοτε στη φράση: «Αν μιλήσετε πάλι για μαγγανεία, Κύριε Αρτώ, θα σάς κάνουμε εξήντα πέντε ηλεκτροσόκ». Οι «παραισθητικοί ισχυρισμοί» του Αρτώ εκφράζουν βαθύτατα – σύμφωνα με μια ορισμένη έννοια – την πραγματικότητα της ζωής, μια πραγματικότητα που δέκα φέτα χρόνια ύστερα από το θάνατο του μόλις αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε την άξια της είχε πολύ περισσότερα να πει πάνω στην παραφροσύνη άπ’ όλα τα εγχειρίδια της ψυχιατρικής το κακό ήταν ότι ο Αρτώ αντιλαμβανόταν πολύ καθαρά την αλήθεια και μιλούσε γι’ αυτήν πολύ ανοιχτά. Ήταν απαραίτητο να θεραπευθεί. Δεν είναι ίσως παράλογο να πούμε, ότι, μόλις οι άνθρωποι αρχίζουν να γίνονται ψυχικά υγιείς, τότε ακριβώς εισάγονται στο ψυχιατρείο.

Αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τη σημερινή θέση της ψυχιατρικής, όπου η βία, που αναφέραμε παραπάνω, επικρατεί τόσο ισχυρά, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη διαλεκτική περιπλοκή της ανθρώπινης πραγματικότητας και να αρνηθούμε να αναγάγουμε κάθε ανθρώπινη πράξη και εμπειρία σε μια απλή διαδικασία. Πρέπει να αναζητήσουμε τη ζωτική στιγμή της πράξης, τον εκούσιο πυρήνα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, τα χνάρια που σύμφωνα μ’ αυτά ο κάθε άνθρωπος προσδιορίζει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Πολύ δύσκολο στάθηκε να επιτευχθεί το έργο αυτό στα τεράστια παραδοσιακά ψυχιατρικά Ιδρύματα : στην πράξη, η εμπειρία μας διδάσκει πως προτιμότερη είναι μια μικρή κοινότητα, τριάντα η σαράντα ανθρώπων, που θα λειτουργεί χωρίς τις συνηθισμένες κλινικές προκαταλήψεις και προλήψεις, χωρίς την άκαμπτη και επιβεβλημένη από τα έξω ιεραρχία αναμεσά στο προσωπικό και τους άρρωστους, και με την απόλυτη και ενεργητική ένταξη της οικογένειας στην κοινότητα. Σε μια τέτοια «πειραματική» κοινότητα δεν θα είναι ανάγκη για το κάθε άτομο να αγωνίζεται ενάντια στις αλλοτριωμένες Επιθυμίες των άλλων, που προσπαθούν να το βάλουν με το ζόρι σ’ ένα καλούπι, και να το θεραπεύσουν από την Επιθυμία του να γίνει το πρόσωπο που είναι στην πραγματικότητα. Έτσι θαχει τουλάχιστο την ευκαιρία να Ανακαλύψει και να διερευνήσει την αυθεντική του σχέση με τους άλλους. Μια τέτοια κοινωνία δεν υπάρχει ακόμα, αλλά θα μπορούσε κάποτε να δημιουργηθεί.

Σ’ αυτό το αναμεταξύ, αν κάποιος πρέπει Απαραίτητα να τρελαθεί, η μόνη τακτική που θαταν φρόνιμο να ακολουθήσει στην κοινωνία μας, είναι η τακτική της διακριτικότητας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου